- αξυγκρότητος
- ἀξυγκρότητος, -ον (αντί ἀσυγκρότητος) (Α)1. αυτός που δεν συγκολλήθηκε με σφυρί2. μτφ. (για κωπηλάτη) αυτός που δεν εξασκήθηκε να κωπηλατεί ταυτόχρονα με τους άλλους3. (για ύφος) χαλαρό, πλαδαρό, όχι πυκνό.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ξυγκροτώ (αντί συγκροτώ) < ξυν + κροτώ].
Dictionary of Greek. 2013.